κίνυμαι

κίνυμαι
κίννυμαι (Α)
βλ. κίνυμαι.
————————
κίνυμαι και κίννυμαι (Α)
κινούμαι, πορεύομαι («ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κινυμένας — κῑνυμένᾱς , κίνυμαι go pres part mp fem acc pl κῑνυμένᾱς , κίνυμαι go pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυμένων — κῑνυμένων , κίνυμαι go pres part mp fem gen pl κῑνυμένων , κίνυμαι go pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινύμενον — κῑνύμενον , κίνυμαι go pres part mp masc acc sg κῑνύμενον , κίνυμαι go pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνυντ' — κί̱νυνται , κίνυμαι go pres ind mp 3rd pl κί̱νυντο , κίνυμαι go imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίω — (Α) πορεύομαι, πηγαίνω («τῶν μὲν πεντήκοντα νέες κίον», Ομ. Ιλ. β. «τῆς κινήσεως... ἡ... ἀρχὴ ἀπὸ τοῡ κίειν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. είναι ο θεματικός αόρ. (με σημ. παρατατικού) κί ε, από τον οποίο προήλθαν και οι πολύ σπάνιοι ενεστωτικοί… …   Dictionary of Greek

  • κινύσσομαι — (Α) κινούμαι, ταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινυ (πρβλ. κίνυμαι) + εκφραστικό επίθημα σσομαι] …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

  • κινυμέναις — κῑνυμέναις , κίνυμαι go pres part mp fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυμένην — κῑνυμένην , κίνυμαι go pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”